- διωθώ
- (AM διωθῶ, -έω) [ωθώ]ωθώ μέσα από κάτι ή αυτούς που βρίσκονται κι απ' τις δύο πλευρέςαρχ.1. ωθώ χωριστά, αποσπώ2. σταματώ, φράζω3. απωθώ, αποκρούω4. απορρίπτω5. αρνούμαι6. μέσ. ανοίγω δρόμο για δική μου εξυπηρέτηση.
Dictionary of Greek. 2013.